AnastasiaCalmAnastasiaCalm

31 

Μυθιστόρημα

πριν 138 μήνες

Ένα ακόμα χειμωνιάτικο πρωινό στην μέση του πουθενά, η γιαγιά από τα  χαράματα ανάβει το τζάκι και πενθεί την χαμένη της κόρη νομίζοντας ότι δεν  έχω καταλάβει τίποτα, εγώ είμαι ξύπνια αλλά δεν φεύγω από το κρεβάτι, από την ζεστή μου κουβέρτα, μένω στην θερμή μου φωλιά ακούγοντας τις προσευχές της γιαγιάς και επαναλαμβάνοντας σιωπηλά. Κατά τις 7 τελικά σηκώνομαι. Πάω να φτιάξω το παγωμένo χαμομήλι μου και περιμένω τον μπαμπά να μας φέρει ό,τι ξύλα δεν κατάφερε να πουλήσει. Πιάνω την σόμπα και κάνω να πάω στο δωμάτιο μου, ξαφνικά κάτι ακούω, η γιαγιά μου ουρλιάζει, ζητά βοήθεια, κάτι σπάει. Τρομαγμένη αντικρίζω το σπίτι μου αγνώριστο, το αίμα να στάζει από τον τοίχο, το παράθυρο έχει σπάσει και μια ψύχρα κατακλύζει το σπίτι, ακούω κάποιον να τρέχει, πιάνω ένα μαχαίρι και βγαίνω να δω τι γίνεται.. Ένας μαυροντυμένος άνδρας τρέχει με την γιαγιά μου στους ώμους, ουρλιάζω, τον κυνηγώ, δεν μπορώ όμως να τον φτάσω, ξυπόλητη και παγωμένη αποφασίζω να του πετάξω το μαχαίρι. Μήπως και τον πετύχω. Ήταν η χειρότερη απόφαση που έχω πάρει στην ζωή μου.

Αυτό ήταν ένα απόσπασμα απο ένα βιβλίο που άρχισα να γράφω, αν δω θετικά σχόλια θα στείλω την συνέχεια.

Σταλμένο στο:newsuser contentel
Διαφήμιση

Facebook

Instagram

ΑΡΧΕΙΟ